Σελίδες

Τρίτη 18 Οκτωβρίου 2011

Ήταν ψέμα / To było kłamstwo



Αν θες να φύγεις φύγε δεν σε σταματώ
δεν θα μου λείψεις κι ούτε που θα λυπηθώ
και μη μου πεις πως τώρα έχεις εκπλαγεί
κι ότι περίμενες να κλαίω γονατιστή
Θεέ μου τι λέω μα τί σου λέω
πως μακριά σου εγώ μπορώ
στάσου μη φεύγεις μη φεύγεις λέω
να σου εξηγήσω ένα λεπτό
Ήταν ψέμα ήταν ψέμα πως μπορώ χωρίς εσένα
ήταν λόγια ήταν λέξεις έτσι απλά για να ζηλέψεις
Ήταν ψέμα τι να λέμε σ΄αγαπάω πίστεψέ με
η αλήθεια αγάπη μου είναι πως για μένα
περιστρέφεται όλη η γη γύρω από σένα
Αν δεν σε νοιάζω δεν με νοιάζεις ούτε εσύ
ήσουν μια στάση κι εγώ απλά περαστική
Φύγε λοιπόν δεν θα μου κάνει διαφορά
ζούσα και πριν από εσένα μια χαρά
Θεέ μου τι λέω μα τί σου λέω
πως μακριά σου εγώ μπορώ
στάσου μη φεύγεις μη φεύγεις λέω
να σου εξηγήσω ένα λεπτό
Ήταν ψέμα ήταν ψέμα πως μπορώ χωρίς εσένα
ήταν λόγια ήταν λέξεις έτσι απλά για να ζηλέψεις
Ήταν ψέμα τι να λέμε σ΄αγαπάω πίστεψέ με
η αλήθεια αγάπη μου είναι πως για μένα
περιστρέφεται όλη η γη γύρω από σένα
Ήταν ψέμα ψέμα ψέμα
Ήταν ψέμα ψέμα ψέμα
Ήταν ψέμα ήταν ψέμα πως μπορώ χωρίς εσένα
ήταν λόγια ήταν λέξεις έτσι απλά για να ζηλέψεις
Ήταν ψέμα τι να λέμε σ΄αγαπάω πίστεψέ με
η αλήθεια αγάπη μου είναι πως για μένα
περιστρέφεται όλη η γη γύρω από σένα
περιστρέφονται όλα γύρω από εσένα
έτσι αισθάνομαι αγάπη μου για σένα
περιστρέφονται όλα γύρω από εσένα
έτσι αισθάνομαι αγάπη μου για σένα

είμαι - być, jestem
θέλω - chcieć, wymagać
φεύγω - uciekać, odchodzić, odjeżdżać
σταματώ - zatrzymywać (się), (za)przestać, przerwać
λείπω - brakować, być nieobecnym
λύπαμαι - smucić się, żałować
λέω - mówić, nazywać
εκπλήσσω - być zaskoczonym, zdziwionym
περιμένω - czekać, oczekiwać
κλαίω - płakać, opłakiwać
μπορώ - móc, być w stanie
στέκομαι - zatrzymywać się, okazać się
εξηγώ - wyjaśniać, tłumaczyć
ζηλεύω - zazdrościć, pożądać
αγαπώ - kochać, miłować
πιστεύω - wierzyć, ufać
περιστρέφω - obracać się, kręcić dokoła
νοίαζει - (nieos.) obchodzi, interesuje
ζω - żyć, przeżyć
αισθάνομαι - odczuwać, czuć

γονατιστός, -ή, -ό - klęczący, padający na kolana
στάση, η - przystanek, postój, postawa, stanowisko, bunt, rebelia
περαστικός, -η, -ό - przejściowy, przechodni, tranzytowy

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου