Μάτια θλιμμένα
Του έρωτα λιμάνια μυστικά
Χείλη γλυκά και πικραμένα
Σκοτείνιασες απόψε ξαφνικά
Πες μου ποιος πόνος
Καρδιά μου σου ματώνει την καρδιά
Μάτια υγρά
Και πάλι μόνος
Γυρεύεις στο ποτό παρηγοριά
Διώξε την πίκρα από το βλέμμα σου αγόρι μου
Δως μου δυο χείλη γλυκά
Δεν το αντέχω να βλέπω τα μάτια σου μελαγχολικά
Διώξε τα σύννεφα απόψε αγόρι μου
Δως μου δυο χείλη να πιω
Θέλω να βλέπω τον ήλιο στα μάτια σου
Πόσο σ'αγαπώ
Μάτια θλιμμένα
Αστέρια της αγάπης μου σβηστά
Μάτια κλειστά
Και δακρυσμένα
Δεν γίνεται να ζούμε χωριστά
διώχνω - wyganiać, przepędzać, ścigać, prześladować
σκοτεινάζω - zaciemniać (się), ściemnić
λέγω, λέω - mówić, nazywać
ματώνω - krwawić
γυρεύω - szukać, poszukiwać, prosić, starać się
δίνω - dawać
αντέχω - wytrzymywać, znosić
βλέπω - widzieć, patrzeć
πίνω - pić
θέλω - chcieć, wymagać
αγαπώ - kochać, miłować
γίνομαι - dziać się, stawać się
ζω - żyć, przeżyć
πίκρα, η - gorycz
θλιμμένος, -η, -ο - smutny, nieszczęśliwy, zasmucony
πικραμένος, -η, -ο - zgorzkniały, zasmucony, zmartwiony
υγρός, -ή, -ό - ciekły, wilgotny, mokry
ποτό, το - napój
βλέμμα, το - spojrzenie, wzrok
σβηστός, -ή, -ό - zgaszony, wygaszony, zmazany