Ο πεινασμένος τον πεινασμένο ξεχωρίζει
μες την ταβέρνα μπορεί και τον αναγνωρίζει
Αν δεν πεινάσεις δεν ξέρεις τι σημαίνει πείνα
δεν ξέρεις τι είναι να σ' έχουν νηστικό ένα μήνα
Πεινασμένοι είμαστε αγάπη μου κι οι δυο
έλα να μοιράσουμε ένα hamburger στα δυο
Πεινασμένοι είμαστε αγάπη μου και μόνοι
βάλε στο κοτόπουλό μου μπόλικο λεμόνι...μπόλικο λεμόνι
Στομάχια άδεια, έτοιμα τα πιρούνια
στρώσε τραπέζι να φάμε σαν γουρούνια
Άπειρα είναι μπροστά μας τα κοψίδια
τρώγε και πίνε μην μείνουν τα παΐδια
Ο πεινασμένος τον πεινασμένο θα βοηθήσει
μονάχα εκείνος ξέρει με τι να τον ταΐσει
Ξέρει πως είναι να μαγειρεύει ο άνθρωπός σου
και να μην βάζει αλάτι στο κοκκινιστό σου
Πεινασμένοι είμαστε αγάπη μου κι οι δυο
βγάλε δυο λουκάνικα σου λέω απ' το ψυγείο (βγάλ' τα χριστιανή μου)
Πεινασμένοι είμαστε αγάπη μου και μόνοι
στο σουβλάκι οδηγούν απόψε όλοι οι δρόμοι
απόψε όλοι οι δρόμοι
Στομάχια άδεια, έτοιμα τα πιρούνια...
ξεχορίζω - wyodrębniać, wyróżniać, wybierać, odłożyć
μπορώ - móc, być w stanie
αναγνωρίζω - uznawać, przyznawać, rozpoznawać
πεινώ - głodować, być głodnym
ξέρω - wiedzieć, umieć, znać
σημαίνω - (za)brzmieć, rozlegać się, znaczyć, oznaczać
είμαι - być, jestem
έχω - mieć, posiadać
μοιράζω - dzielić, rozdawać
βάζω - kłaść, umieszczać, wkładać, wdziewać
στρώνω - zaściełać, słać, rozkładać
τρώω (τρόγω) - jeść
πίνω - pić
μένω - pozostawać, przebywać, mieszkać
βοηθώ - pomagać
ταϊζω - karmić
μαγειρεύω - gotować, przyrządzać potrawy
βγάζω - wyjmować, wyciągać, zdejmować, ściągać
λέω (λέγω) - mówić, nazywać
οδηγώ (οδηγάω) - kierować, prowadzić
μπολικός -ή - obfity (dużo czegoś)
έτοιμος, ο - gotowy
άπειρος, -η, -ο - niedoświadczony
κοψίδι, το - mały kawałek upieczonego mięsa
παϊδι, το - żebro
κοκκινιστός, -ή- -ό - mięso gotowane w pomidorach